σκορδόπιστος

σκορδόπιστος
ο , σκορδόπιστη η шутл, любовник, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκορδόπιστος" в других словарях:

  • σκορδόπιστος — ο, θηλ. σκορδόπιστη, Ν (με ειρωνική σημ.) ο άπιστος εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + πιστός (πρβλ. παραδό πιστος), πιθ. επειδή η χρήση σκόρδου δεν διευκολύνει τις ερωτικές περιπτύξεις και αποτελεί έμμεση άρνηση] …   Dictionary of Greek

  • σκορδόπιστος — η, ο άπιστος (λέγεται κυρίως για τους εραστές) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»